αθιβάλλω — και αθιβάνω και αναθιβάνω (αόρ. αναθίβαλα) 1. αμφιβάλλω: Μην αθιβάλλεις για ό,τι λέω. 2. διηγούμαι: Ν αναθιβάλω και να πω τα κάμαν και τα φέραν (Ερωτόκριτος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθιβάνω — αθιβάλλω … Dictionary of Greek
αθίβολος — και ανθίβολος, ο, και ανθίβολο, το 1. είδος μικρού διχτυού, που ρίχνει ο ψαράς από τη στεριά (στην αρχαιότητα ονομαζόταν αμφίβολος και στα μεταγενέστερα χρόνια αμφιβολή και αμφίβληστρον). Συνών.: πεζόβολος, καβουροσύρτης, γκαγκάβα, δράγα 2. μτφ.… … Dictionary of Greek
αθιβολή — και ανθιβολή, η 1. αμφιβολία «πάντα ν’ ο φίλος του κοντά κι αθιβολές τού φέρνει» (Ερωτόκριτος Α, 1349) 2. αντίρρηση, φιλονικία παροιμ. «σε καΐκι και σε σπίτι η αθιβολή δε λείπει» 3. ομιλία, συζήτηση «Τις τό λεγε μ’ ευλάβεια και τις με γέλιο πάλι … Dictionary of Greek
αθιβολεύω — (I) ψαρεύω με αθίβολο. [ΕΤΥΜΟΛ. αθίβολος. ΠΑΡ. αθιβόλεμα]. (II) [αθιβολή] αθιβάλλω … Dictionary of Greek
αθιβόλι(ν) — ἀθιβόλι(ν), το (Μ) [αθιβάλλω] 1. αρχέτυπο, πρωτότυπο 2. υπόδειγμα, καλό παράδειγμα, πρότυπο … Dictionary of Greek
αναθιβάλλω — και βάνω 1. έχω ενδοιασμούς, διστάζω, αμφιβάλλω 2. έχω διαφορετική γνώμη για κάτι, διαφωνώ 3. απρόσ. (μου) αναθιβάλλει έρχεται στον νου μου 4. κάνω λόγο για κάτι, αναφέρω, αφηγούμαι 5. φέρνω στη μνήμη μου, αναπολώ, θυμάμαι 6. συλλογίζομαι,… … Dictionary of Greek
αναβάνω — και αναβάλλω και αναθιβάνω και αναθιβάλλω και αθιβάλλω θυμούμαι, αναφέρω κάποιον: Παίζει τομάτι μου· κάποιος μ αναθιβάνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)